προσαράξῃ

προσαράξῃ
προσαράξηι , προσάραξις
dashing against
fem dat sg (epic)
προσαράσσω
dash against
aor subj mid 2nd sg
προσαράσσω
dash against
aor subj act 3rd sg
προσαράσσω
dash against
fut ind mid 2nd sg
προσαράσσω
dash against
aor subj mid 2nd sg
προσαράσσω
dash against
aor subj act 3rd sg
προσαράσσω
dash against
fut ind mid 2nd sg
προσᾱράξῃ , προσαράσσω
dash against
futperf ind mp 2nd sg (doric aeolic)
προσᾱράξῃ , προσαράσσω
dash against
futperf ind mid 2nd sg (doric aeolic)

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Look at other dictionaries:

  • προσάραξη — η / προσάραξις, άξεως, ΝΑ [προσαράσσω] νεοελλ. ναυτ. α) το τυχαίο ή θεληματικό κάθισμα τού πλοίου σε αβαθή και συνήθως αμμώδη βυθό β) η κατάσταση πλοίου που έχει προσαράξει αρχ. η ρίψη προς κάποιον ή εναντίον κάποιου …   Dictionary of Greek

  • προσάραξη — η το κάθισμα, η πρόσκρουση, το κόλλημα του πλοίου σε ξηρά …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • ευστάθεια — Στη ναυτική ορολογία είναι η ικανότητα ενός πλωτού μέσου ή σώματος που έχει καταδυθεί να επανέρχεται στην κανονική θέση ισορροπίας του όταν απομακρυνθεί από αυτή για μια οποιαδήποτε αιτία, όπως, για παράδειγμα, τα κύματα, οι μεταβολές και… …   Dictionary of Greek

  • απόβαση — Επιθετική πολεμική επιχείρηση από τη θάλασσα, με δυνάμεις που μεταφέρονται κυρίως με πλοία ή άλλα σκάφη, με σκοπό την κατάληψη ενός μέρους εχθρικής ακτής και την εγκατάσταση προγεφυρώματος. Στη σύγχρονη στρατιωτική ορολογία, η α. συναντάται με… …   Dictionary of Greek

  • κάθισμα — το (AM κάθισμα) [καθίζω] το έπιπλο ή το μέρος πάνω στο οποίο κάθεται κάποιος, έδρα, θέση, καρέκλα, έδρανο («όλα τα καθίσματα ήταν γεμάτα») νεοελλ. 1. ο τρόπος που κάθεται κάποιος («προκλητικό κάθισμα») 2. καθίζηση εδάφους ή οικοδομήματος,… …   Dictionary of Greek

  • προσαραγμός — ὁ, Μ [προσαράσσω] η προσάραξη …   Dictionary of Greek

  • βυθομετρική βολίδα — Συσκευή που χρησιμοποιείται για τη μέτρηση του βάθους των θαλασσών. Ο καθορισμός του στοιχείου αυτού έγινε αναγκαίος από τις αρχές της ναυσιπλοΐας για να αποφεύγεται η προσάραξη των πλοίων. Επίσης, η χρήση της β.β. μας βοηθά να γνωρίσουμε τη… …   Dictionary of Greek

  • Ελλάδα - Ιστορία (Νεότεροι χρόνοι) — Η ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΙΣΤΟΡΙΑ ΤΩΝ ΝΕΟΤΕΡΩΝ ΧΡΟΝΩΝ (1828 ΕΩΣ ΣΗΜΕΡΑ) Τα γεγονότα που σημάδεψαν τη νεότερη ιστορία της Ελλάδας ήταν πολλά και ιδιαίτερα σημαντικά, συνέτειναν δε, μέσα από αιματηρές εσωτερικές διενέξεις (με αποκορύφωμα τον εθνικό διχασμό) και… …   Dictionary of Greek

  • πρόσκρουση — η το να προσκρούει κανείς, το σκόνταμμα, η προσάραξη πλοίου: Η πρόσκρουση του αυτοκινήτου στο δέντρο υπήρξε σφοδρή …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”